σμίλευμα
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
-ατος, τό, a piece of carved work: metaph., σμιλεύματα ἔργων finely carved works, Ar.Ra.819.
German (Pape)
[Seite 911] τό, das Geschnitzte, das Schnitzwerk, Ar. Ran. 818.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
entaille dans la pierre ; éclat de pierre ou de marbre.
Étymologie: σμιλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμίλευμα -ατος, τό [σμίλη] snipper.
Russian (Dvoretsky)
σμίλευμα: ατος (ῑ) τό осколок, по по друг. - резьба (σμιλεύματα ἔργων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
σμίλευμα: [ῑ], τό, ἔργον γλυφῆς· μεταφορ., σμιλεύματα ἔργων, ἔργα λεπτῶς διὰ τῆς σμίλης εἰργασμένα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 819, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και σμίλεμα Ν σμιλεύω
αντικείμενο που κατασκευάστηκε με σμίλευση («σκινδαλάμων τε παραξόνια, σμιλεύματα τ' ἔργων», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
σμίλευμα: [ῑ], -ατος, τό, το έργο της γλυπτικής τέχνης, γλυπτό, σκάλισμα· μεταφ., σμιλεύματα ἔργων, λεπτοκαμωμένα με τη σμίλη γλυπτά έργα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
σμῑ́λευμα, ατος, τό,
a piece of carved work: metaph., σμιλεύματα ἔργων finely carved works, Ar.