σμιλευτός

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλευτός Medium diacritics: σμιλευτός Low diacritics: σμιλευτός Capitals: ΣΜΙΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: smileutós Transliteration B: smileutos Transliteration C: smileftos Beta Code: smileuto/s

English (LSJ)

σμιλευτή, σμιλευτόν, cut, carved, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 911] geschnitzt, geschnitzelt, γράμματα Diosc. 17 (VII, 411).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
finement ciselé.
Étymologie: σμιλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμιλευτός -ή -όν [σμίλη] ingesneden, ingehakt.

Russian (Dvoretsky)

σμῑλευτός: вырезанный, высеченный (γράμματα Anth.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σμιλευτός, -ή, -όν ΝΑ σμιλεύω
κατεργασμένος με σμίλη, λαξευτός, σκαλιστός.

Greek Monotonic

σμῑλευτός: -ή, -όν, σκαλισμένος, γλυπτός, λαξευμένος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλευτός: -ή, -όν, «σκαλισμένος», γεγλυμμένος (πρβλ. νεοσμίλευτος), Ἀνθ. Π. 7. 411.

Middle Liddell

σμῑλευτός, ή, όν
cut, carved, Anth.