νεοσσεία
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ἡ, only in Att. form νεοττεία,
A nest-building, Arist.HA 560b23.
II = ἐκλέπισις, Suid.
Greek Monolingual
νεοσσεία και αττ. τ. νεοττεία, ἡ (Α) νεοσσεύω
1. χτίσιμο φωλιάς πουλιών
2. η φωλιά πουλιών («τίκτουσιν δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐν νεοττείαις», Αριστοτ.)
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκλέπισις».