νεφελόμετρο
From LSJ
Greek Monolingual
το
(μετεωρ.-χημ.) όργανο για τη μέτρηση της έντασης τών φωτεινών ακτίνων οι οποίες διαχέονται πλευρικώς από ένα υγρό που φέρει τεμαχίδια ουσιών εν αιωρήσει, με αποτέλεσμα να λαμβάνεται έτσι ένα μέτρο της θολότητας του διαλύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephelometre (< νεφέλη + μέτρο].