νημηθής

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημηθής Medium diacritics: νημηθής Low diacritics: νημηθής Capitals: ΝΗΜΗΘΗΣ
Transliteration A: nēmēthḗs Transliteration B: nēmēthēs Transliteration C: nimithis Beta Code: nhmhqh/s

English (LSJ)

νημηθές, thoughtless, Ramsay Studies in the Eastern Rom.Prov. p.123 (Phrygia).

Greek Monolingual

νημηθής, -ές (Α)
απερίσκεπτος, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -μηθής (< μήθος, αμάρτυρος τ., ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. επιμηθής, προμηθής)].