νηπεδανός
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
νηπεδανή, νηπεδανόν, = ἠπεδανός, Opp.C.3.409; cf. νήδυμος, ἥδυμος.
Greek (Liddell-Scott)
νηπεδᾰνός: -ή, -όν, = ἡπεδανός, Ὀππ. Κυν. 3. 409. Πρβλ. νήδυμος, ἥδυμος.
Greek Monolingual
νηπεδανός, -ή, -όν (Α)
ηπεδανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ἡπεδανός (πρβλ. νήδυμος: ήδυμος)].
German (Pape)
= ἠπεδανός, wahrscheinlich aus Mißverstand nach Analogie von νήδυμος und ἥδυμος gebildet, Opp. Cyn. 3.409.