ἠπεδανός
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἠπεδανή, ἠπεδανόν,
A weakly, Il.8.104; halting, of Hephaistos, Od.8.311; ἄνδρες, χέρες, A.R.2.800, 3.82; λέων Babr.Fab.Hex.9; νόος Man.2.160; in Ion. Prose, ἠ. πῦρ a slight, trifling fever, Hp.Mul.1.4; of a child, weakly, ib.27; τὰ ἠ. ib.78; ἠ. ὕπνος light, slight, dub. in Ion Trag.4; of ghosts, prob. cj. in Euph.134.
2 c. gen., void of, φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά AP9.521.
II Act., weakening, δεῖμα Orph. L.382, cf. Fr.142. (Derived by Gramm. fr. ἀ- priv., πέδον, cf. EM 433.26, and v. νηπεδανός: better fr. ἀ- and πούς, Hsch.; for the termination perhaps cf. οὐτιδανός.)
German (Pape)
[Seite 1173] (nach den Alten von πούς, = ἄπους, od. von πέδον, nicht feststehend, und dah. auch νηπεδανός, Opp.; wahrscheinlich mit ἤπιος zusammenhangend), schwach, hinfällig, gebrechlich; so nennt sich der lahme Hephästus, im Gegensatz zum Ares, der καλός τε καὶ ἄρτιπος heißt, Od. 8, 311; Il. 8, 104 heißt Nestors Wagenlenker ἠπεδανὸς θεράπων, der nicht rasch von der Stelle kann; bei Hippocr. vom schwachen Fieber. Auch sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 534 Hal. 5, 663; Ap. Rh. 3, 182; – c. gen., κλυτᾶς φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά, untheilhaftig des Ruhmes, Ep. ad. 522 (IX, 521); – δεῖμα, schwach machend, Orph. lith. 376.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
infirme, faible.
Étymologie: cf. ἤπιος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἠπεδανός, -ή, -όν και ἠπεδανής, -ές (Α)
1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.)
2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή του λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» — θα χάσεις τη φήμη σου)
3. εκείνος που προκαλεί αδυναμία, εξασθένηση («ἠπεδανὸν δεῖμα»)
4. (για τον Ήφαιστο) ο μη αρτιμελής
5. φρ. «ἠπεδανὸν πῡρ» — χαμηλός πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπε-δανός, πιθ. ιων. τ. αβέβαιης ετυμολ., κατά τα ριγε-δανός, πευκε-δανός, χωρίς να μαρτυρείται, όμως, τ. σε -δων, όπως συμβαίνει συνήθως (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών). Συνδέεται με λιθ. opus «ευαίσθητος, τρυφερός, εύθραυστος», ο οποίος έδωσε αφορμή να υποτεθεί αμάρτυρο ήπος (το), παράγωγο του οποίου θα εθεωρείτο ο ηπε-δανός (πρβλ. ριγε-δανός < ρίγος). Συνδέεται επίσης με αρχ. ινδ. apuvā «πανικός, αγωνία»].
Greek Monotonic
ἠπεδᾰνός: -ή, -όν,
1. αδύνατος, ασθενής, ευάλωτος, σε Όμηρ.
2. με γεν., στερημένος από κάτι, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἠπεδᾰνός:
1 слабый, немощный (θεράπων Hom.): κλυτᾶς φάμας ἠ. Anth. лишенный славы, безвестный;
2 увечный, хромой или слабый (Ἣφαιστος Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: weak, light, slight, halting (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as ῥιγεδανός, πευκεδανός (Chantraine Formation 362, Schwyzer 530, Risch 98) but further like several emotional adjectives unclear. Bezzenberger BB 1, 164 and Charpentier KZ 40, 442ff. compare Lith. opùs soft, receptive, invalid (beside it *ἦπος n. as ῥῖγος to ῥιγεδανός Risch), Skt. apuvā́ a disease (see K. Hoffmann Corolla linguistica 80ff., who connects also OP afuvā). Other proposals by Schulze Q. 148 n. 4, Prellwitz KZ 47, 299f. (cf. Kretschmer Glotta 10, 240f.), Glotta 19, 125. See also Fraenkel Lit. et. Wb. s. opà and Specht Ursprung 345.
Middle Liddell
1. weakly, infirm, halting, Hom.
2. c. gen. void of a thing, Anth. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἠπεδανός: {ēpedanós}
Meaning: schwach, hinfällig, gebrechlich (ep. poet. seit Il., Hp.).
Etymology : Bildung wie ῥιγεδανός, πευκεδανός (Chantraine Formation 362, Schwyzer 530, Risch 98) aber sonst wie so viele Gefühlsadjektive unklar. Bezzenberger BB 1, 164 und Charpentier KZ 40, 442ff. vergleichen lit. opùs zart, empfindlich, gebrechlich (daneben *ἦπος n. wie ῥῖγος zu ριγεδανός Risch), aind. apuvā́ lähmender Schrecken, Panik, Todesangst (zur Bed. K. Hoffmann Corolla linguistica 80ff., der auch apers. afuvā anreiht). Andere Vermutungen bei Schulze Q. 148 A. 4, Prellwitz KZ 47, 299f. (dazu Kretschmer Glotta 10, 240f.), Glotta 19, 125. Vgl. noch Fraenkel Lit. et. Wb. s. opà und Specht Ursprung 345 (zur Morphologie).
Page 1,639-640