νιαούρισμα

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

το νιαουρίζω
1. η φωνή της γάτας
2. μονότονη και πολύ ενοχλητική ανθρώπινη φωνή.