νικητέον
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
English (LSJ)
one must conquer, E.Ba.953.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ νικάω, δεῖ νικᾶν, Εὐρ. Βάκχ. 953.
Greek Monotonic
νῑκητέον: ρημ. επίθ. του νικάω, αυτό που πρέπει να νικηθεί, σε Ευρ.