νομομαχώ
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
νομομαχῶ, -έω (Μ)
αντιτίθεμαι στον νόμο ή στους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ψυχομαχώ].