νοσογνώμων
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek (Liddell-Scott)
νοσογνώμων: -ονος, = τῷ προηγ., μεταγεν.
Greek Monolingual
νοσογνώμων, -ον (Α)
νοσογνωμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνώμων (πρβλ. ιππο-γνώμων, λιθο-γνώμων)].
German (Pape)
ον, Krankheiten an ihren äußeren Merkmalen erkennend (?).