νοσογνώμων

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek (Liddell-Scott)

νοσογνώμων: -ονος, = τῷ προηγ., μεταγεν.

Greek Monolingual

νοσογνώμων, -ον (Α)
νοσογνωμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνώμων (πρβλ. ιππο-γνώμων, λιθο-γνώμων)].

German (Pape)

ον, Krankheiten an ihren äußeren Merkmalen erkennend (?).