κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
νοσολογῶ, -έω (Α)εξηγώ τα αίτια ασθένειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -λογῶ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνολογώ, ιατρολογώ].