νοσολογώ

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

νοσολογῶ, -έω (Α)
εξηγώ τα αίτια ασθένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -λογῶ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνολογώ, ιατρολογώ].