νουσοβαρής
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
νουσοβαρές, caused by grievous disease, θάνατος Supp.Epigr. 2.479 (Olbia).
Greek Monolingual
νουσοβαρής και νοσοβαρής, -ές (Α)
(σχετικά με τον θάνατο) αυτός που προκλήθηκε από βαριά αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμοβαρής].