νουσοβαρής

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσοβᾰρής Medium diacritics: νουσοβαρής Low diacritics: νουσοβαρής Capitals: ΝΟΥΣΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: nousobarḗs Transliteration B: nousobarēs Transliteration C: nousovaris Beta Code: nousobarh/s

English (LSJ)

νουσοβαρές, caused by grievous disease, θάνατος Supp.Epigr. 2.479 (Olbia).

Greek Monolingual

νουσοβαρής και νοσοβαρής, -ές (Α)
(σχετικά με τον θάνατο) αυτός που προκλήθηκε από βαριά αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμοβαρής].