νυμφάς

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφάς Medium diacritics: νυμφάς Low diacritics: νυμφάς Capitals: ΝΥΜΦΑΣ
Transliteration A: nymphás Transliteration B: nymphas Transliteration C: nymfas Beta Code: numfa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of νυμφαῖος, πύλαι Paus. 1.44.3.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγουμ., πύλαι Παυσ. 1. 44, 3.

Greek Monolingual

νυμφάς, -άδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στις Νύμφες («πυλῶν καλουμένων νυμφάδων», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφαι + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Θαμνάς)].

German (Pape)

άδος, ἡ, bes. fem. zu νυμφαῖος, πύλαι νυμφάδες, Paus. 1.44.3. S. nom. propr.