νυμφάς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of νυμφαῖος, πύλαι Paus. 1.44.3.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγουμ., πύλαι Παυσ. 1. 44, 3.
Greek Monolingual
νυμφάς, -άδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στις Νύμφες («πυλῶν καλουμένων νυμφάδων», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφαι + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Θαμνάς)].
German (Pape)
άδος, ἡ, bes. fem. zu νυμφαῖος, πύλαι νυμφάδες, Paus. 1.44.3. S. nom. propr.