νυμφοκοσμώ

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

νυμφοκοσμῶ, -έω (Μ)
νυμφοκομώ, στολίζω νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κοσμῶ].