νυμφοτροφώ
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
νυμφοτροφῶ, -έω (Α)
ανατρέφω τη θυγατέρα για γάμο («νυμφοτροφοῦμεν τὰς θυγατέρας», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. τεκνοτροφώ].