νυχτοπαρωρίτης

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. νυχτοπαρωρίτρα
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, νυχτοκόπος («ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + παρωρίτης «αυτός που μένει αργά έξω από το σπίτι του»].