ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
ο, θηλ. νυχτοπαρωρίτρααυτός που περιφέρεται τη νύχτα, νυχτοκόπος («ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα», Γρυπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + παρωρίτης «αυτός που μένει αργά έξω από το σπίτι του»].