παρωρίτης

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο ξενύχτης, αυτός που γυρίζει άσκοπα ή διασκεδάζει τη νύχτα
2. ο καλικάτζαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συνορίτης)].