νόα
From LSJ
English (LSJ)
πηγή (Lacon.), Hsch. (Cf.
A νέω A.)
II νόα, v. νοῦς.
German (Pape)
[Seite 258] als unregelmäßiger acc. von νοῦς, s. νόος. ἡ, nach Hesych. lakon. = πηγή.
Russian (Dvoretsky)
νόα: поздн. acc. к νόος.
Greek (Liddell-Scott)
νόα: «πηγή. Λάκωνες» Ἡσύχ.
ἴδε νοῦς.
Greek Monolingual
νόα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πηγή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ», άποψη που δεν φαίνεται πειστική (βλ. λ. νέω [Ι]). Περισσότερο πιθανή φαίνεται η σύνδεση του τ. με το Νῆστις].
Greek Monotonic
νόα: ετερόκλ. αιτ. του νοῦς.