νόα

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόα Medium diacritics: νόα Low diacritics: νόα Capitals: ΝΟΑ
Transliteration A: nóa Transliteration B: noa Transliteration C: noa Beta Code: no/a

English (LSJ)

πηγή (Lacon.), Hsch. (Cf.
A νέω A.)
II νόα, v. νοῦς.

German (Pape)

[Seite 258] als unregelmäßiger acc. von νοῦς, s. νόος. ἡ, nach Hesych. lakon. = πηγή.

Russian (Dvoretsky)

νόα: поздн. acc. к νόος.

Greek (Liddell-Scott)

νόα: «πηγή. Λάκωνες» Ἡσύχ.
ἴδε νοῦς.

Greek Monolingual

νόα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πηγή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ», άποψη που δεν φαίνεται πειστική (βλ. λ. νέω [Ι]). Περισσότερο πιθανή φαίνεται η σύνδεση του τ. με το Νῆστις].

Greek Monotonic

νόα: ετερόκλ. αιτ. του νοῦς.