ξέκοσμος

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για τόπο) απόκεντρος, απόμερος
2. (για πρόσ.) απομακρυσμένος από τον κόσμο, απόκοσμος.
επίρρ...
ξέκοσμα
απόμερα, απόκοσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κόσμος (πρβλ. απόκοσμος)].