ξερατό
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
το
1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα
2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά
3. στον πληθ. τα ξερατά
ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με αναλογική επίδραση του εμετός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. ξερατός].