ξαγρύπνια

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

και ξαγρύπνια, η
στέρηση του ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ - αγρύπνια].