ξαγρύπνια

From LSJ

Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)

Source

Greek Monolingual

και ξαγρύπνια, η
στέρηση του ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ - αγρύπνια].