ξαναβλέπω

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

1. βλέπω κάποιον ξανά
2. επανακτώ την όρασή μου
3. σκέπτομαι κάτι ξανά, εξετάζω κάτι για δεύτερη φορά.