ξαναβλέπω

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

1. βλέπω κάποιον ξανά
2. επανακτώ την όρασή μου
3. σκέπτομαι κάτι ξανά, εξετάζω κάτι για δεύτερη φορά.