ξαναζητώ Search Google

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

(Μ ξαναζητῶ, -άω)
ζητώ κάτι πάλι
μσν.
1. διεκδικώ κάτι προβάλλοντας δικαιώματα ιδιοκτησίας
2. κάνω πάλι λόγο για κάτι, πραγματεύομαι ξανά.