τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
και ξαναρχινίζω και ξαναρχινώ, -άω (Μ ξαναρχίζω)1. (μτβ.) αρχίζω πάλι να κάνω κάτι, ξανακάνω κάτι πάλι από την αρχή2. (αμτβ.) αρχίζω πάλι.