ξανθοδερμία

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128

Greek Monolingual

η
η ξανθοχρωμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthoderm (< ξανθός + δέρμα)].