ξεδίνω

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

και ξεδώνω (Μ ξεδίνω)
παραδίδομαι στη διασκέδαση προκειμένου να ξεχάσω κάτι συνήθως δυσάρεστο, το ρίχνω έξω
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεδομένος, -η, -ον
ο κυριευμένος από ερωτική επιθυμία.