ξεθυμώνω

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

χάνω την οργή, τον θυμό μου, παύω να είμαι οργισμένος («θυμώνει εύκολα, μα την ίδια στιγμή ξεθυμώνει»).