ξεμεθώ

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source

Greek Monolingual

-άω
1. συνέρχομαι από το μεθύσι, γίνομαι και πάλι νηφάλιος
2. βοηθώ κάποιον να συνέλθει από τη μέθη, τον βοηθώ να ανακτήσει τις αισθήσεις του.