ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
-άω
1. συνέρχομαι από το μεθύσι, γίνομαι και πάλι νηφάλιος
2. βοηθώ κάποιον να συνέλθει από τη μέθη, τον βοηθώ να ανακτήσει τις αισθήσεις του.