ξεμπαρκάρω

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

1. αποβιβάζω επιβάτες ή εμπορεύματα με βάρκα από πλοίο
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. (για ναυτικό) διακόπτω την εργασία που είχα σε πλοίο, εγκαταλείπω το ναυτικό επάγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μπαρκάρω].