Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
1. τηγανίζω με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο2. καθιστώ κάτι ξερό με το τηγάνισμα, τηγανίζω περισσότερο απ' ό,τι πρέπει, παρατηγανίζω3. μτφ. ταλαιπωρώ κάποιον συνεχώς.