ξεροτηγανίζω

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

1. τηγανίζω με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο
2. καθιστώ κάτι ξερό με το τηγάνισμα, τηγανίζω περισσότερο απ' ό,τι πρέπει, παρατηγανίζω
3. μτφ. ταλαιπωρώ κάποιον συνεχώς.