ξεροτηγανίζω

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

1. τηγανίζω με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο
2. καθιστώ κάτι ξερό με το τηγάνισμα, τηγανίζω περισσότερο απ' ό,τι πρέπει, παρατηγανίζω
3. μτφ. ταλαιπωρώ κάποιον συνεχώς.