ξερότριμμα

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

το
όργωμα που γίνεται σε περίοδο ξηρασίας ή και έπειτα από σύντομης διάρκειας βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + τρίμμα (< τρίβω)].