ξερότριμμα

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

το
όργωμα που γίνεται σε περίοδο ξηρασίας ή και έπειτα από σύντομης διάρκειας βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + τρίμμα (< τρίβω)].