ξεφύτρωμα

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

το ξεφυτρώνω
1. φύτρωμα, η πρώτη βλάστηση φυτού ή σπόρου
2. απροσδόκητη εμφάνιση.