ξεφύτρωμα

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

το ξεφυτρώνω
1. φύτρωμα, η πρώτη βλάστηση φυτού ή σπόρου
2. απροσδόκητη εμφάνιση.