ξηροπυρίτης

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

German (Pape)

[Seite 279] ἄρτος, = αὐτοπυρίας, Ath. III, 114 c.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροπῡρίτης: ἄρτος, ὁ, (πυρὸς) = αὐτόπυρος, Ἀθην. 114C.