ξηροπυρίτης
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
[Seite 279] ἄρτος, = αὐτοπυρίας, Ath. III, 114 c.
ξηροπῡρίτης: ἄρτος, ὁ, (πυρὸς) = αὐτόπυρος, Ἀθην. 114C.