ξινάδα

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

η ξινός
1. η ιδιότητα του ξινού, οξύτητα, ξινίλα
2. χαρακτηριστική γεύση του στόματος ή κατάσταση του στομάχου που παρέχει την αίσθηση του ξινού, ξινίλα
3. οξυρεγμία, ρέψιμο ξινίλας.