ξινάδα

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

η ξινός
1. η ιδιότητα του ξινού, οξύτητα, ξινίλα
2. χαρακτηριστική γεύση του στόματος ή κατάσταση του στομάχου που παρέχει την αίσθηση του ξινού, ξινίλα
3. οξυρεγμία, ρέψιμο ξινίλας.