ξυλίκι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία του φυτού λύκιον
2. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με δύο ξύλα, το τσιλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + κατάλ. -ίκι (πρβλ. υπαλληλίκι)].