ξυλίκι

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία του φυτού λύκιον
2. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με δύο ξύλα, το τσιλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + κατάλ. -ίκι (πρβλ. υπαλληλίκι)].