καρυόφυλλον

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠόφυλλον Medium diacritics: καρυόφυλλον Low diacritics: καρυόφυλλον Capitals: ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΟΝ
Transliteration A: karyóphyllon Transliteration B: karyophyllon Transliteration C: karyofyllon Beta Code: karuo/fullon

English (LSJ)

τό, dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata, Alex.Trall.1.17, Febr.7, Paul.Aeg.7.3.

German (Pape)

[Seite 1331] τό (Nußblatt), Gewürznelke, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρῠόφυλλον: τό, κυρίως, φύλλον καρύας, εἶδος Ἰνδικοῦ ἀρώματος, τὸ γνωστὸν «γαρύφαλλον» ἢ «μοσχοκάρφι», Λατ. caryophyllum, Γαλην. τ. 14. 462, 3., 507, 1, Ἀχιλλ. Τάτ. 612, κλ. (φύλλον ἰνδὸν Σιμοκ. 294, 9, φύλλον ἰνδικὸν Θεφρ. 429, 10).

Greek Monolingual

το
ονομασία γένους φυτών, σύμφωνα με τα πριν από τον Λινναίο συστήματα κατάταξης, που περιείχε το γαρίφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. caryophyllus < caryo- (< κάρυον) + -phyllus (< -φυλλος < φύλλο)].