καρυόφυλλον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata, Alex.Trall.1.17, Febr.7, Paul.Aeg.7.3.
German (Pape)
[Seite 1331] τό (Nußblatt), Gewürznelke, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῠόφυλλον: τό, κυρίως, φύλλον καρύας, εἶδος Ἰνδικοῦ ἀρώματος, τὸ γνωστὸν «γαρύφαλλον» ἢ «μοσχοκάρφι», Λατ. caryophyllum, Γαλην. τ. 14. 462, 3., 507, 1, Ἀχιλλ. Τάτ. 612, κλ. (φύλλον ἰνδὸν Σιμοκ. 294, 9, φύλλον ἰνδικὸν Θεφρ. 429, 10).
Greek Monolingual
το
ονομασία γένους φυτών, σύμφωνα με τα πριν από τον Λινναίο συστήματα κατάταξης, που περιείχε το γαρίφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. caryophyllus < caryo- (< κάρυον) + -phyllus (< -φυλλος < φύλλο)].