ξυλοφορτηγός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξυλοφορτηγός: -όν, = ξυλοφόρος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ξυλοφορτηγός, ὁ (Α)
ξυλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φορτηγός «αυτός που μεταφέρει φορτία»].