δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
η1. σφοδρή τρικυμία καταστρεπτική για τα πλοία2. μτφ. μεγάλη καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + χάλαση (< χαλώ)].