ξυλοχάλαση

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek Monolingual

η
1. σφοδρή τρικυμία καταστρεπτική για τα πλοία
2. μτφ. μεγάλη καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + χάλαση (< χαλώ)].