ξυλόδρομος

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

ο
πρόχειρο κατασκεύασμα από συνδεδεμένους μεταξύ τους κορμούς δένδρων που χρησιμεύει για διευκόλυνση της μεταφοράς της δασικής ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].