ξυλόλιο

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

το
χημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών οργανικών ενώσεων, αρωματικών υδρογονανθράκων, ισομερών μεταξύ τους διμεθυλοβενζολίων, το οποίο κυκλοφορεί στο εμπόριο ως μίγμα τριών ισομερών του, ένα άχρωμο λεπτόρρευστο εύφλεκτο και τοξικό υγρό με πολλαπλές χρήσεις, αλλ. ξυλένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylol < ξύλο + κατάλ. -όλη της χημικής ορολογίας].