ξυλόστομος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόστομος Medium diacritics: ξυλόστομος Low diacritics: ξυλόστομος Capitals: ΞΥΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: xylóstomos Transliteration B: xylostomos Transliteration C: ksylostomos Beta Code: culo/stomos

English (LSJ)

ξυλόστομον, wooden(i.e. hard-) mouthed, of horses, prob. cj. in Hippiatr.115 (-σωμοι codd.).

Greek Monolingual

ξυλόστομος, -ον (Μ)
(για ίππο) πιθ. αυτός που έχει στόμα σκληρό σαν το ξύλο, ξυλιασμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -στομος (< στόμα), πρβλ. λυκόστομος, ψαλιδόστομος].