ξυλόστομος
From LSJ
English (LSJ)
ξυλόστομον, wooden(i.e. hard-) mouthed, of horses, prob. cj. in Hippiatr.115 (-σωμοι codd.).
Greek Monolingual
ξυλόστομος, -ον (Μ)
(για ίππο) πιθ. αυτός που έχει στόμα σκληρό σαν το ξύλο, ξυλιασμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -στομος (< στόμα), πρβλ. λυκόστομος, ψαλιδόστομος].