ξυλόψειρα

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων, ιδίως ψειρών, τα οποία ζουν ως παράσιτα στο ξύλο διαφόρων δένδρων.