ξυστρωτός

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστρωτός Medium diacritics: ξυστρωτός Low diacritics: ξυστρωτός Capitals: ΞΥΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: xystrōtós Transliteration B: xystrōtos Transliteration C: ksystrotos Beta Code: custrwto/s

English (LSJ)

ξυστρωτόν, fluted, of pillars, Aq., Thd.3 Ki.6.18, PLond.3.755B3 (iv A. D.); chamfered, πυραμίς Hero *Stereom.2.66.1.

German (Pape)

[Seite 283] aufgekratzt; bes. auch von Säulen, = kannelirt.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστρωτός: -όν, (ὡς ἐκ ῥήματος ξυστρόω), ἐξεσμένος· ἰδίως ἐπὶ κιόνων, ῥαβδωτός, Λατ. striatus, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 18)· ἴδε ξύστρα ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ξυστρωτός, -όν (Α) ξυστρώ
μτγν.
1. (για κίονα) αυτός που φέρει ραβδώσεις, ραβδωτός («κέδρου πρὸς τὸν οἶκον ἔνδον διατετορευμένα ξυστρωτὰ καὶ περίγλυφα», ΠΔ)
2. (για πυραμίδα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με λοξή τομή
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ δακτυλωτὸν ἔκπωμα, ἔνιοι δὲ τὸ κέρας, ἄμεινον δὲ τὸ ξυστρωτὸν λεγόμενον».