ξύλοξος

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

το, και ξύλοξος, ο
χημ. προϊόν που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων ή κατά την παραγωγή τών ξυλανθράκων και είναι κιτρινέρυθρο υγρό με κύρια συστατικά τη μεθυλική αλκοόλη, το οξικό οξύ, την ακετόνη και άλλες προσμίξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + όξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].