ογκόπαγος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

ο
τεράστιος πάγος που επιπλέει στις αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες, παγόβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος [Ι] + -πάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].