οδοντολοξία

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

η
η ακανόνιστη έκφυση τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ontoloxia < ὀδούς, ὀδόντος + λοξός.