οδοντοπώμασμα

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source

Greek Monolingual

το
φαρμακευτικό μίγμα που χρησιμοποιείται για να φράζονται οι κοιλότητες τών δοντιών οι οποίες προκαλούνται από την τερηδόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πώμασμα, αντί πωμάτισμα, από το ρ. πωματίζω (κατά τα παρ. σε -ασμα από ρ. σε -άζω: μοιράζωμοίρασμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον θ. Αφεντούλη].