ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
οἰκοτριβῶ, -έω (Μ)ζω στο σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδοτριβώ, χρονοτριβώ].