οικοφοβία

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

η; νοσηρός φόβος που έχουν ορισμένα άτομα, ιδίως σεισμόπληκτα, για την παραμονή τους στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φοβία (< -φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].